- συνεξέλιπεν
- σύν , ἐκ-λίπτομαιto be eageraor ind mp 3rd pl (epic)σύν-ἐκλείπωleave outaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκλείπω — ΜΑ [ἐκλείπω] αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῡ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek